- υλώος
- -ῴα, -ον, Α(κατά τον Ολυμπ.) «ὑλῷοι λέγονται οἱ τήνδε τὴν ὕλην ἐξάπτοντες τῆς τῶν οὐρανίων».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη, πιθ. κατά το πατρῷος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek